Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀτάρακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
View word page
ἀταρτηρός
ἀταρτηρός mischievous, baneful, Hom.

ShortDef

mischievous, baneful

Debugging

Headword:
ἀταρτηρός
Headword (normalized):
ἀταρτηρός
Headword (normalized/stripped):
αταρτηρος
IDX:
5362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5365
Key:
a)tarthro/s

Data

{'content': 'ἀταρτηρός\n mischievous, baneful, Hom.', 'key': 'a)tarthro/s'}