Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀτάρακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
View word page
ἀταρβής
ἀταρβής τάρβος unfearing, fearless, Il.; ἀτ. τῆς θέας having no fear about the sight, Soph. causing no fear, Aesch.

ShortDef

unfearing, fearless

Debugging

Headword:
ἀταρβής
Headword (normalized):
ἀταρβής
Headword (normalized/stripped):
αταρβης
IDX:
5358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5361
Key:
a)tarbh/s

Data

{'content': 'ἀταρβής\n τάρβος\n unfearing, fearless, Il.; ἀτ. τῆς θέας having no fear about the sight, Soph.\n causing no fear, Aesch.', 'key': 'a)tarbh/s'}