Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀτάρακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
View word page
ἀτάρακτος
ἀτάρακτος ταράσσω not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, Xen.
ShortDef
not disturbed, without confusion, steady
Debugging
Headword:
ἀτάρακτος
Headword (normalized):
ἀτάρακτος
Headword (normalized/stripped):
αταρακτος
IDX:
5357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5360
Key:
a)ta/raktos
Data
{'content': 'ἀτάρακτος\n ταράσσω\n not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, Xen.', 'key': 'a)ta/raktos'}