Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
View word page
ἀεροβάτης
ἀεροβάτης one who walks the air, Plut.
ShortDef
one who walks the air
Debugging
Headword:
ἀεροβάτης
Headword (normalized):
ἀεροβάτης
Headword (normalized/stripped):
αεροβατης
IDX:
536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n536
Key:
a)eroba/ths
Data
{'content': 'ἀεροβάτης\n one who walks the air, Plut.', 'key': 'a)eroba/ths'}