Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσώματος
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀταλόψυχος
ἀταξία
ἀτάομαι
ἀτάρακτος
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀτάρμυκτος
ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
View word page
ἀταλός
ἀταλός akin to ἁπαλός tender, delicate, of young creatures, Hom.; ἀταλὰ φρονέοντες of young, gay spirit, Il.
ShortDef
tender, delicate
Debugging
Headword:
ἀταλός
Headword (normalized):
ἀταλός
Headword (normalized/stripped):
αταλος
IDX:
5353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5356
Key:
a)talo/s
Data
{'content': 'ἀταλός\n akin to ἁπαλός\n tender, delicate, of young creatures, Hom.; ἀταλὰ φρονέοντες of young, gay spirit, Il.', 'key': 'a)talo/s'}