Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
View word page
ἀεροβατέω
ἀεροβατέω From ἀεροβάτης to walk the air, Ar., Plat.

ShortDef

to walk the air

Debugging

Headword:
ἀεροβατέω
Headword (normalized):
ἀεροβατέω
Headword (normalized/stripped):
αεροβατεω
IDX:
535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n535
Key:
a)erobate/w

Data

{'content': 'ἀεροβατέω\n From ἀεροβάτης\n to walk the air, Ar., Plat.', 'key': 'a)erobate/w'}