Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχολέω
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώματος
ἀσωτεύω
ἀσωτία
ἄσωτος
ἀτακτέω
ἄτακτος
ἀταλαίπωρος
View word page
ἀσχολέω
ἀσχολέω to engage, occupy, τινά Luc.

ShortDef

to engage, occupy

Debugging

Headword:
ἀσχολέω
Headword (normalized):
ἀσχολέω
Headword (normalized/stripped):
ασχολεω
IDX:
5339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5342
Key:
a)sxole/w

Data

{'content': 'ἀσχολέω\n to engage, occupy, τινά Luc.', 'key': 'a)sxole/w'}