Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχολέω
ἀσχολία
ἄσχολος
ἄσχυ
ἀσώματος
View word page
ἀσχάλλω
ἀσχάλλω = ἀσχαλάω to be vexed at a thing, Aesch., Eur.; τι Eur.

ShortDef

to be vexed at (ἀσχαλάω LSJ)

Debugging

Headword:
ἀσχάλλω
Headword (normalized):
ἀσχάλλω
Headword (normalized/stripped):
ασχαλλω
IDX:
5333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5336
Key:
a)sxa/llw

Data

{'content': 'ἀσχάλλω\n = ἀσχαλάω\n to be vexed at a thing, Aesch., Eur.; τι Eur.', 'key': 'a)sxa/llw'}