Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
ἀσχολέω
View word page
ἀσφοδέλινος
ἀσφοδέλινος ἀσφοδελός of asphodel, Luc.

ShortDef

of asphodel

Debugging

Headword:
ἀσφοδέλινος
Headword (normalized):
ἀσφοδέλινος
Headword (normalized/stripped):
ασφοδελινος
IDX:
5329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5332
Key:
a)sfode/linos

Data

{'content': 'ἀσφοδέλινος\n ἀσφοδελός\n of asphodel, Luc.', 'key': 'a)sfode/linos'}