Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
ἀσχήμων
View word page
ἀσφάραγος2
ἀσφάραγος2 a_euphon, σπαργάω asparagus, Anth.

ShortDef

the throat, gullet
asparagus

Debugging

Headword:
ἀσφάραγος2
Headword (normalized):
ἀσφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγος2
IDX:
5328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5331
Key:
a)sfa/ragos2

Data

{'content': 'ἀσφάραγος2\n a_euphon, σπαργάω\n asparagus, Anth.', 'key': 'a)sfa/ragos2'}