Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀσχημάτιστος
ἀσχημονέω
ἀσχημοσύνη
View word page
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος =φάρυγξ the throat, gullet, Il.
ShortDef
the throat, gullet
asparagus
Debugging
Headword:
ἀσφάραγος
Headword (normalized):
ἀσφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασφαραγος
IDX:
5327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5330
Key:
a)sfa/ragos1
Data
{'content': 'ἀσφάραγος\n =φάρυγξ\n the throat, gullet, Il.', 'key': 'a)sfa/ragos1'}