Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσύντονος
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
ἄσφυκτος
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
View word page
ἀσφαλίζω
ἀσφαλίζω to make safe, secure, NTest.
ShortDef
fortify; to make safe, secure
Debugging
Headword:
ἀσφαλίζω
Headword (normalized):
ἀσφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
ασφαλιζω
IDX:
5324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5327
Key:
a)sfali/zomai
Data
{'content': 'ἀσφαλίζω\n to make safe, secure, NTest.', 'key': 'a)sfali/zomai'}