Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσυνήμων
ἀσύνθετος
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσύντονος
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
ἀσφοδέλινος
ἀσφόδελος
View word page
ἀσφάλαξ
ἀσφάλαξ a_euphon, σπάλαξ a mole, Babr.
ShortDef
a mole
Debugging
Headword:
ἀσφάλαξ
Headword (normalized):
ἀσφάλαξ
Headword (normalized/stripped):
ασφαλαξ
IDX:
5320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5323
Key:
a)sfa/lac
Data
{'content': 'ἀσφάλαξ\n a_euphon, σπάλαξ\n a mole, Babr.', 'key': 'a)sfa/lac'}