Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσυνήμων
ἀσύνθετος
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσύντονος
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
ἀσφάραγος2
View word page
ἀσφάδαστος
ἀσφάδαστος σφαδάζω without convulsion or struggle, of one dying, Aesch., Soph.

ShortDef

without convulsion

Debugging

Headword:
ἀσφάδαστος
Headword (normalized):
ἀσφάδαστος
Headword (normalized/stripped):
ασφαδαστος
IDX:
5318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5321
Key:
a)sfa/dastos

Data

{'content': 'ἀσφάδαστος\n σφαδάζω\n without convulsion or struggle, of one dying, Aesch., Soph.', 'key': 'a)sfa/dastos'}