Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσυνήμων
ἀσύνθετος
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσύντονος
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἄσφαλτος
ἀσφαραγέω
ἀσφάραγος
View word page
ἀσύφηλος
ἀσύφηλος Deriv. uncertain insolent, degrading, Il.

ShortDef

insolent, degrading

Debugging

Headword:
ἀσύφηλος
Headword (normalized):
ἀσύφηλος
Headword (normalized/stripped):
ασυφηλος
IDX:
5317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5320
Key:
a)su/fhlos

Data

{'content': 'ἀσύφηλος\n Deriv. uncertain\n insolent, degrading, Il.', 'key': 'a)su/fhlos'}