Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
View word page
ἀεργός
ἀεργός *ἔργω not-working, idle, Hom., Hes., etc.;— ἀεργοὶ δόμοι idle houses, i. e. where people are idle, Theocr.—Cf. Attic ἀργός.

ShortDef

not-working, idle

Debugging

Headword:
ἀεργός
Headword (normalized):
ἀεργός
Headword (normalized/stripped):
αεργος
IDX:
532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n532
Key:
a)ergo/s

Data

{'content': 'ἀεργός\n *ἔργω\n not-working, idle, Hom., Hes., etc.;— ἀεργοὶ δόμοι idle houses, i. e. where people are idle, Theocr.—Cf. Attic ἀργός.', 'key': 'a)ergo/s'}