Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσύμφορος
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσία
ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσυνήμων
ἀσύνθετος
ἀσύνοπτος
ἀσύντακτος
ἀσύντονος
ἀσυσκεύαστος
ἀσύστατος
ἀσύφηλος
ἀσφάδαστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
View word page
ἀσύνθετος
ἀσύνθετος συντίθημι uncompounded, Plat. (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, Dem., NTest.
ShortDef
uncompounded
Debugging
Headword:
ἀσύνθετος
Headword (normalized):
ἀσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
ασυνθετος
IDX:
5311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5314
Key:
a)su/nqetos
Data
{'content': 'ἀσύνθετος\n συντίθημι\n uncompounded, Plat.\n (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, Dem., NTest.', 'key': 'a)su/nqetos'}