Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀελλόπος
Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
View word page
ἀεργία
ἀεργία *From ἀεργός a not working, idleness, Od., Hes.:—Cf. Attic ἀργία.

ShortDef

a not working, idleness

Debugging

Headword:
ἀεργία
Headword (normalized):
ἀεργία
Headword (normalized/stripped):
αεργια
IDX:
531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n531
Key:
a)ergi/a

Data

{'content': 'ἀεργία\n *From ἀεργός\n a not working, idleness, Od., Hes.:—Cf. Attic ἀργία.', 'key': 'a)ergi/a'}