Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσία
ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
ἀσυνήθης
ἀσυνήμων
ἀσύνθετος
View word page
ἀσύμφορος
ἀσύμφορος inconvenient, inexpedient, useless, Hes.: c. dat. inexpedient for, prejudicial to, Eur., Thuc.; also ἔς or πρός τι Thuc.:— adv. -ρως, Xen.

ShortDef

inconvenient, inexpedient, useless

Debugging

Headword:
ἀσύμφορος
Headword (normalized):
ἀσύμφορος
Headword (normalized/stripped):
ασυμφορος
IDX:
5301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5304
Key:
a)su/mforos

Data

{'content': 'ἀσύμφορος\n inconvenient, inexpedient, useless, Hes.: c. dat. inexpedient for, prejudicial to, Eur., Thuc.; also ἔς or πρός τι Thuc.:— adv. -ρως, Xen.', 'key': 'a)su/mforos'}