Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσία
ἀσύνετος
ἀσυνήθεια
View word page
ἀσύμμετρος
ἀσύμμετρος having no common measure, τινι with a thing, Plat.; πρός τι Plut. unsymmetrical, disproportionate, Xen.
ShortDef
having no common measure
Debugging
Headword:
ἀσύμμετρος
Headword (normalized):
ἀσύμμετρος
Headword (normalized/stripped):
ασυμμετρος
IDX:
5298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5301
Key:
a)su/mmetros
Data
{'content': 'ἀσύμμετρος\n having no common measure, τινι with a thing, Plat.; πρός τι Plut.\n unsymmetrical, disproportionate, Xen.', 'key': 'a)su/mmetros'}