Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
ἀσυνεσία
View word page
ἀσύμβολος
ἀσύμβολος not paying oneʼs scot or share (συμβολαί), Lat. immunis, δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.

ShortDef

not paying one's scot

Debugging

Headword:
ἀσύμβολος
Headword (normalized):
ἀσύμβολος
Headword (normalized/stripped):
ασυμβολος
IDX:
5296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5299
Key:
a)su/mbolos

Data

{'content': 'ἀσύμβολος\n not paying oneʼs scot or share (συμβολαί), Lat. immunis, δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.', 'key': 'a)su/mbolos'}