Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
ἀσύμφωνος
View word page
ἀσυλλόγιστος
ἀσυλλόγιστος συλλογίζομαι not reasoning justly:— adv., -τως, ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός to be unable to reason about a thing, Plut.
ShortDef
not reasoning justly
Debugging
Headword:
ἀσυλλόγιστος
Headword (normalized):
ἀσυλλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
ασυλλογιστος
IDX:
5292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5295
Key:
a)sullo/gistos
Data
{'content': 'ἀσυλλόγιστος\n συλλογίζομαι\n not reasoning justly:— adv., -τως, ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός to be unable to reason about a thing, Plut.', 'key': 'a)sullo/gistos'}