Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
ἀσύμφορος
View word page
ἀσυλία
ἀσυλία ἄσυλος inviolability, of suppliants, Aesch.

ShortDef

inviolability

Debugging

Headword:
ἀσυλία
Headword (normalized):
ἀσυλία
Headword (normalized/stripped):
ασυλια
IDX:
5291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5294
Key:
a)suli/a

Data

{'content': 'ἀσυλία\n ἄσυλος\n inviolability, of suppliants, Aesch.', 'key': 'a)suli/a'}