Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής
View word page
ἀσύλητος
ἀσύλητος συλάω not inviolate, Eur.
ShortDef
inviolate
Debugging
Headword:
ἀσύλητος
Headword (normalized):
ἀσύλητος
Headword (normalized/stripped):
ασυλητος
IDX:
5290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5293
Key:
a)su/lhtos
Data
{'content': 'ἀσύλητος\n συλάω\n not inviolate, Eur.', 'key': 'a)su/lhtos'}