Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσυμπαγής
View word page
ἀσυλαῖος
ἀσυλαῖος ἄσυλος of an asylum, Plut.

ShortDef

of an asylum

Debugging

Headword:
ἀσυλαῖος
Headword (normalized):
ἀσυλαῖος
Headword (normalized/stripped):
ασυλαιος
IDX:
5289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5292
Key:
a)sulai=os

Data

{'content': 'ἀσυλαῖος\n ἄσυλος\n of an asylum, Plut.', 'key': 'a)sulai=os'}