Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀελλής
ἀελλομάχος
ἀελλόπος
Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
View word page
ἀεξίφυτος
ἀεξίφυτος φυτόν nourishing plants, Ἠώς Anth.
ShortDef
nourishing plants
Debugging
Headword:
ἀεξίφυτος
Headword (normalized):
ἀεξίφυτος
Headword (normalized/stripped):
αεξιφυτος
IDX:
529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n529
Key:
a)eci/futos
Data
{'content': 'ἀεξίφυτος\n φυτόν\n nourishing plants, Ἠώς Anth.', 'key': 'a)eci/futos'}