Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος
View word page
ἀσυγκόμιστος
ἀσυγκόμιστος συγκομίζω not gathered in, Xen.

ShortDef

not gathered in

Debugging

Headword:
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized):
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκομιστος
IDX:
5286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5289
Key:
a)sugko/mistos

Data

{'content': 'ἀσυγκόμιστος\n συγκομίζω\n not gathered in, Xen.', 'key': 'a)sugko/mistos'}