Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
ἀσύμβλητος
View word page
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκέραστος συγκεράννυμι unmixed, Anth.
ShortDef
unmixed
Debugging
Headword:
ἀσυγκέραστος
Headword (normalized):
ἀσυγκέραστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκεραστος
IDX:
5285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5288
Key:
a)sugke/rastos
Data
{'content': 'ἀσυγκέραστος\n συγκεράννυμι\n unmixed, Anth.', 'key': 'a)sugke/rastos'}