Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβατος
View word page
ἀσυγγνώμων
ἀσυγγνώμων not pardoning, relentless, Dem.
ShortDef
not pardoning, relentless
Debugging
Headword:
ἀσυγγνώμων
Headword (normalized):
ἀσυγγνώμων
Headword (normalized/stripped):
ασυγγνωμων
IDX:
5284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5287
Key:
a)suggnw/mwn
Data
{'content': 'ἀσυγγνώμων\n not pardoning, relentless, Dem.', 'key': 'a)suggnw/mwn'}