Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
View word page
ἀστύφελος
ἀστύφελος not rugged, Theogn., Anth.
ShortDef
not rugged
Debugging
Headword:
ἀστύφελος
Headword (normalized):
ἀστύφελος
Headword (normalized/stripped):
αστυφελος
IDX:
5283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5286
Key:
a)stu/felos
Data
{'content': 'ἀστύφελος\n not rugged, Theogn., Anth.', 'key': 'a)stu/felos'}