Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσυλλόγιστος
View word page
ἀστυφέλικτος
ἀστυφέλικτος στυφελίζω unshaken, undisturbed, Xen.
ShortDef
unshaken, undisturbed
Debugging
Headword:
ἀστυφέλικτος
Headword (normalized):
ἀστυφέλικτος
Headword (normalized/stripped):
αστυφελικτος
IDX:
5282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5285
Key:
a)stufe/liktos
Data
{'content': 'ἀστυφέλικτος\n στυφελίζω\n unshaken, undisturbed, Xen.', 'key': 'a)stufe/liktos'}