Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
ἀσυκοφάντητος
View word page
ἀστυνομικός
ἀστυνομικός of or for an ἀστυνόμος or his office, Plat.
ShortDef
of or for an ἀστυνόμος or his office
Debugging
Headword:
ἀστυνομικός
Headword (normalized):
ἀστυνομικός
Headword (normalized/stripped):
αστυνομικος
IDX:
5278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5281
Key:
a)stunomiko/s
Data
{'content': 'ἀστυνομικός\n of or for an ἀστυνόμος or his office, Plat.', 'key': 'a)stunomiko/s'}