Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκριτος
View word page
ἀστυνομία
ἀστυνομία the office of ἀστυνόμος, Arist.

ShortDef

the office of ἀστυνόμος, official in charge of public safety

Debugging

Headword:
ἀστυνομία
Headword (normalized):
ἀστυνομία
Headword (normalized/stripped):
αστυνομια
IDX:
5277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5280
Key:
a)stunomi/a

Data

{'content': 'ἀστυνομία\n the office of ἀστυνόμος, Arist.', 'key': 'a)stunomi/a'}