Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀελλάς
ἀελλής
ἀελλομάχος
ἀελλόπος
Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
View word page
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυλλος φύλλον nourishing leaves, leafy, Aesch.

ShortDef

nourishing leaves, leafy

Debugging

Headword:
ἀεξίφυλλος
Headword (normalized):
ἀεξίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
αεξιφυλλος
IDX:
528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n528
Key:
a)eci/fullos

Data

{'content': 'ἀεξίφυλλος\n φύλλον\n nourishing leaves, leafy, Aesch.', 'key': 'a)eci/fullos'}