Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκόμιστος
View word page
ἀστυνομέω
ἀστυνομέω ἀστυνόμος to be ἀστυ-νόμος, Dem.

ShortDef

to be an ἀστυνόμος, praetor urbanus

Debugging

Headword:
ἀστυνομέω
Headword (normalized):
ἀστυνομέω
Headword (normalized/stripped):
αστυνομεω
IDX:
5276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5279
Key:
a)stunome/w

Data

{'content': 'ἀστυνομέω\n ἀστυνόμος\n to be ἀστυ-νόμος, Dem.', 'key': 'a)stunome/w'}