Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἀσυγγνώμων
View word page
ἄστυλος
ἄστυλος without pillar or prop, Anth.

ShortDef

without pillar

Debugging

Headword:
ἄστυλος
Headword (normalized):
ἄστυλος
Headword (normalized/stripped):
αστυλος
IDX:
5274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5277
Key:
a)/stulos

Data

{'content': 'ἄστυλος\n without pillar or prop, Anth.', 'key': 'a)/stulos'}