Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
ἀστυφέλικτος
View word page
ἄστυδε
ἄστυδε into, to, or towards the city, Hom.

ShortDef

into, to

Debugging

Headword:
ἄστυδε
Headword (normalized):
ἄστυδε
Headword (normalized/stripped):
αστυδε
IDX:
5272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5275
Key:
a)/stude

Data

{'content': 'ἄστυδε\n into, to, or towards the city, Hom.', 'key': 'a)/stude'}