Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμος
ἀστυόχος
ἄστυ
View word page
ἀστυγείτων
ἀστυγείτων gen. ονος near or bordering on a city, Hdt., Aesch. as Subst. a neighbour to the city, a borderer, Hdt., Thuc.
ShortDef
near or bordering on a city
Debugging
Headword:
ἀστυγείτων
Headword (normalized):
ἀστυγείτων
Headword (normalized/stripped):
αστυγειτων
IDX:
5271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5274
Key:
a)stugei/twn
Data
{'content': 'ἀστυγείτων\n gen. ονος\n near or bordering on a city, Hdt., Aesch.\n as Subst. a neighbour to the city, a borderer, Hdt., Thuc.', 'key': 'a)stugei/twn'}