Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
View word page
ἄστρωτος
ἄστρωτος without bed or bedding, Plat.: metaph. unsmoothed, rugged, Eur.
ShortDef
without bed
Debugging
Headword:
ἄστρωτος
Headword (normalized):
ἄστρωτος
Headword (normalized/stripped):
αστρωτος
IDX:
5268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5271
Key:
a)/strwtos
Data
{'content': 'ἄστρωτος\n without bed or bedding, Plat.: metaph. unsmoothed, rugged, Eur.', 'key': 'a)/strwtos'}