Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
View word page
ἀστρωπός
ἀστρωπός ἀστερωπός = ἀστερ-ωπός, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀστρωπός
Headword (normalized):
ἀστρωπός
Headword (normalized/stripped):
αστρωπος
IDX:
5267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5270
Key:
a)strwpo/s

Data

{'content': 'ἀστρωπός\n ἀστερωπός\n = ἀστερ-ωπός, Eur.', 'key': 'a)strwpo/s'}