Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
ἄστυλος
ἀστύνικος
View word page
ἄστροφος
ἄστροφος στρέφω without turning away, unturning, Lat. irretortus, ὄμματα Aesch.; ἀφέρπειν ἄστρ. to go away without turning back, Soph.
ShortDef
without turning away, unturning
Debugging
Headword:
ἄστροφος
Headword (normalized):
ἄστροφος
Headword (normalized/stripped):
αστροφος
IDX:
5265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5268
Key:
a)/strofos
Data
{'content': 'ἄστροφος\n στρέφω\n without turning away, unturning, Lat. irretortus, ὄμματα Aesch.; ἀφέρπειν ἄστρ. to go away without turning back, Soph.', 'key': 'a)/strofos'}