Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδρομέομαι
View word page
ἀστρονόμος
ἀστρονόμος νέμω an astronomer, Plat., etc.

ShortDef

an astronomer

Debugging

Headword:
ἀστρονόμος
Headword (normalized):
ἀστρονόμος
Headword (normalized/stripped):
αστρονομος
IDX:
5263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5266
Key:
a)strono/mos

Data

{'content': 'ἀστρονόμος\n νέμω\n an astronomer, Plat., etc.', 'key': 'a)strono/mos'}