Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
ἀστυγείτων
ἄστυδε
View word page
ἀστρονομικός
ἀστρονομικός ἀστρονόμος skilled in astronomy, pertaining to astronomy, Plat.

ShortDef

skilled in astronomy, pertaining to astronomy

Debugging

Headword:
ἀστρονομικός
Headword (normalized):
ἀστρονομικός
Headword (normalized/stripped):
αστρονομικος
IDX:
5262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5265
Key:
a)stronomiko/s

Data

{'content': 'ἀστρονομικός\n ἀστρονόμος\n skilled in astronomy, pertaining to astronomy, Plat.', 'key': 'a)stronomiko/s'}