Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
ἀστυάναξ
ἀστυβοώτης
View word page
ἀστρονομέω
ἀστρονομέω ἀστρονόμος to study astronomy, Ar.

ShortDef

to study astronomy

Debugging

Headword:
ἀστρονομέω
Headword (normalized):
ἀστρονομέω
Headword (normalized/stripped):
αστρονομεω
IDX:
5260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5263
Key:
a)stronome/w

Data

{'content': 'ἀστρονομέω\n ἀστρονόμος\n to study astronomy, Ar.', 'key': 'a)stronome/w'}