Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
ἀστρωπός
ἄστρωτος
View word page
ἀστρόθετος
ἀστρόθετος astronomical, Anth.
ShortDef
astronomical
Debugging
Headword:
ἀστρόθετος
Headword (normalized):
ἀστρόθετος
Headword (normalized/stripped):
αστροθετος
IDX:
5258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5261
Key:
a)stro/qetos
Data
{'content': 'ἀστρόθετος\n astronomical, Anth.', 'key': 'a)stro/qetos'}