Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἄστρον
ἄστροφος
ἀστρῷος
View word page
ἄστρεπτος
ἄστρεπτος ἄστροφος = ἄστροφος Theocr.:—adv. -τεί, Anth. unbending, inflexible, Anth.

ShortDef

unbending, inflexible

Debugging

Headword:
ἄστρεπτος
Headword (normalized):
ἄστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
αστρεπτος
IDX:
5256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5259
Key:
a)/streptos

Data

{'content': 'ἄστρεπτος\n ἄστροφος\n = ἄστροφος Theocr.:—adv. -τεί, Anth.\n unbending, inflexible, Anth.', 'key': 'a)/streptos'}