Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
ἀστρολογία
ἀστρονομέω
ἀστρονομία
View word page
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφορέω ἀστραπηφόρος to carry lightnings, Ar.
ShortDef
to carry lightnings
Debugging
Headword:
ἀστραπηφορέω
Headword (normalized):
ἀστραπηφορέω
Headword (normalized/stripped):
αστραπηφορεω
IDX:
5251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5254
Key:
a)straphfore/w
Data
{'content': 'ἀστραπηφορέω\n ἀστραπηφόρος\n to carry lightnings, Ar.', 'key': 'a)straphfore/w'}