Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
ἀστρόθετος
View word page
ἀστραγάλισις
ἀστραγάλισις ἀστραγαλίζω a playing with ἀστράγαλοι, Arist.
ShortDef
a playing with
Debugging
Headword:
ἀστραγάλισις
Headword (normalized):
ἀστραγάλισις
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλισις
IDX:
5248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5251
Key:
a)straga/lisis
Data
{'content': 'ἀστραγάλισις\n ἀστραγαλίζω\n a playing with ἀστράγαλοι, Arist.', 'key': 'a)straga/lisis'}