Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἄστρεπτος
ἀστρογείτων
View word page
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλίζω ἀστράγαλος to play with ἀστράγαλοι, Plat.

ShortDef

to play with ἀστράγαλοι

Debugging

Headword:
ἀστραγαλίζω
Headword (normalized):
ἀστραγαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλιζω
IDX:
5247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5250
Key:
a)stragali/zw

Data

{'content': 'ἀστραγαλίζω\n ἀστράγαλος\n to play with ἀστράγαλοι, Plat.', 'key': 'a)stragali/zw'}