Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστράπτω
View word page
ἀστοχέω
ἀστοχέω from ἄστοχος to miss the mark, to miss, fail, τινος or περί τινος Polyb.; περί τι NTest.
ShortDef
to miss the mark, to miss, fail
Debugging
Headword:
ἀστοχέω
Headword (normalized):
ἀστοχέω
Headword (normalized/stripped):
αστοχεω
IDX:
5243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5246
Key:
a)stoxe/w
Data
{'content': 'ἀστοχέω\n from ἄστοχος\n to miss the mark, to miss, fail, τινος or περί τινος Polyb.; περί τι NTest.', 'key': 'a)stoxe/w'}